- ανθύπατος
- Διοικητικό αξίωμα της αρχαίας Ρώμης που το ασκούσε αυτός που αντικαθιστούσε τον ύπατο. Το αξίωμα αυτό το καθιέρωσε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Νάπολης, το 326 π.Χ., ο Κόιντος Πόπλιος Φίλων, που ήταν ύπατος εκείνο τον χρόνο. Επειδή η πολιορκία παρατεινόταν, o ύπατος διατήρησε τη διοίκηση του στρατού με τον τίτλο του α. Στη συνέχεια, το αξίωμα του α. εξακολουθούσε να δίνεται στους υπάτους που κατά τη λήξη της θητείας τους δεν είχαν τερματίσει ακόμα μια πολεμική επιχείρηση, αλλά και σε εκείνους τους οποίους είχε ανάγκη η Σύγκλητος για κάποια αποστολή που δεν μπορούσε να εμπιστευτεί στους δύο υπάτους, που απασχολούνταν με άλλες υποθέσεις. Στην περίοδο της δημοκρατίας κατέφευγαν σε αυτό το μέτρο μόνο σε περιπτώσεις σοβαρού κινδύνου και ανεπάρκειας των εν ενεργεία υπάτων. Από την εποχή του Αυγούστου όμως και έπειτα, έπαιρναν τον τίτλο του α. όλοι οι κυβερνήτες συγκλητικών επαρχιών.
* * *ο (Α ἀνθύπατος)Ρωμαίος αξιωματούχος με δικαιοδοσίες υπάτου (για την επαρχία του)αρχ.ως επίθ. «ἀνθύπατος ἀρχή, ἐξουσία» — ανθυπατική* αρχή.
Dictionary of Greek. 2013.